- θεογνωσία
- η1. γνώση των θείων εντολών και συμμόρφωση προς αυτές.2. σύνεση: Δεν μπορεί να τον φέρει σε θεογνωσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεογνωσία — θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc/acc dual θεογνωσίᾱ , θεογνωσία the knowledge of God fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσίᾳ — θεογνωσίᾱͅ , θεογνωσία the knowledge of God fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσία — η (AM θεογνωσία) η γνώση τών εντολών τού θεού και η συμμόρφωση σ αυτές νεοελλ. η ορθοφροσύνη, η σύνεση μσν. η πίστη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α γνωσία δυσ γνωσία] … Dictionary of Greek
θεογνωσίας — θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem acc pl θεογνωσίᾱς , θεογνωσία the knowledge of God fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεογνωσίαν — θεογνωσίᾱν , θεογνωσία the knowledge of God fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богоразумие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. греч. θεογνωσία Богопознание, разумение Бога. Многи убо и … Словарь церковнославянского языка
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0324 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. θεογνωσία cognitio dei Ատուածգիտութիւն. ծանօթութիւն ճշմարտին Ատուածոյ. *Զրկեալ էաք ʼի վեհագունին բնութեան ատուածածանօթութենէն. Պրպմ. ձ: *Աղքատացեալս ասէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՍՏՈՒԱԾԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0331 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c գ. որ եւ ԱՍՏՈՒԱԾԱԾԱՆՕԹՈՒԹԻՒՆ. θεογνωσία dei cognitio Գիտութիւն Աստուծոյ. ծանօթութիւն ճշմարտին Աստուծոյ, եւ աստուածային իրաց. *Որքան ինչ ճառք աստուածգիտութեան են. Դիոն. ածայ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)